- ιστορικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που αναφέρεται στην ιστορία: Ιστορικό σύγγραμμα. – Ιστορικές μελέτες. – Ιστορικές πηγές. – Ιστορική εξέλιξη. – Iστορικό μουσείο.2. φρ., «ιστορική γραφή ή ιστορική ορθογραφία μιας λέξης», γραφή σύμφωνα με την ετυμολογία μιας λέξης· «ιστορικοί χρόνοι», εποχή για την οποία υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες· «ιστορικό μυθιστόρημα», μυθιστόρημα με υπόθεση παρμένη από την ιστορία· «ιστορικός υλισμός», φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την οποία η αιτία που καθορίζει την κοινωνική εξέλιξη είναι η αλλαγή των τρόπων της παραγωγής υλικών αγαθών.3. αληθινός, πραγματικός: Δεν είναι βέβαιο ότι ο Όμηρος υπήρξε ιστορικό πρόσωπο. – Πρόκειται για ιστορικό γεγονός.4. αξιομνημόνευτος, σημαντικός: Η κυβέρνηση πήρε ιστορικές αποφάσεις. – Γεγονότα ιστορικής σημασίας.5. «Ιστορικοί χρόνοι», έτσι λέγονται οι χρόνοι του ρήματος που αναφέρονται στο παρελθόν (παρατατικός, αόριστος και υπερσυντέλικος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.